décèlement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- décèlement < déceler
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décèlement | décèlements |
décèlement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
décèlement | décèlements |
décèlement (fr) αρσενικό