décélération
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.se.le.ʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décélération | décélérations |
décélération (fr) θηλυκό
- η επιβράδυνση
- (μεταφορικά) η επιβράδυνση ενός ρυθμού ανάπτυξης ή αύξησης