décaféiné
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | décaféiné | décaféinés |
| θηλυκό | décaféinée | décaféinées |
décaféiné (fr) αρσενικό
- που στερείται καφεΐνης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| décaféiné | décaféinés |
décaféiné (fr) αρσενικό