Μετάβαση στο περιεχόμενο

décaféiné

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό décaféiné décaféinés
θηλυκό décaféinée décaféinées

décaféiné (fr) αρσενικό

  1. που στερείται καφεΐνης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
décaféiné décaféinés

décaféiné (fr) αρσενικό

  1. ντεκαφεϊνέ