décaféiné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | décaféiné | décaféinés |
θηλυκό | décaféinée | décaféinées |
décaféiné (fr) αρσενικό
- που στερείται καφεΐνης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décaféiné | décaféinés |
décaféiné (fr) αρσενικό