décanter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.kɑ̃.te/

Ρήμα[επεξεργασία]

décanter (fr) (μεταβατικό)

  1. ξεχωρίζω, χάρη στη βαρύτητα, ένα υγρό από στερεές ή υγρές ουσίες που περιέχει
  2. (οικείο) décanter ses idées, ξεκαθαρίζω τις ιδέες ή σκέψεις μου

(αμετάβατο)

  1. καθαρίζω, γίνομαι πιο καθαρός

Συγγενικά[επεξεργασία]