déchirement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.ʃiʁ.mɑ̃/
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.ʃiʁ.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déchirement | déchirements |
déchirement (fr) αρσενικό