Μετάβαση στο περιεχόμενο

déclinaison

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
déclinaison < décliner

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.kli.nɛ.zɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
déclinaison déclinaisons

déclinaison (fr) θηλυκό

  1. (γραμματική) η κλίση
  2. η απόκλιση

Συγγενικά

[επεξεργασία]