déclinatoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- déclinatoire < décliner
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.kli.na.twaʁ/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déclinatoire | déclinatoires |
θηλυκό | déclinatoiree | déclinatoirees |
déclinatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) που προσπαθεί να ανακηρύξει αναρμόδιο το δικαστήριο στο οποίο καταφεύγει κάποιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
déclinatoire (fr) αρσενικό
- η ίδια η προσπάθεια αυτής της ανακήρυξης
- πυξίδα που χρησιμοποιεί ένας τεχνικός ώστε να προσανατολίσει ένα σχέδιο