décloisonner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.klwa.zɔ.ne/

Ρήμα[επεξεργασία]

décloisonner (fr)

  1. αφαιρώ τα χωρίσματα
  2. στην εκπαίδευση, συγκεντρώνω μαθητές με ισοδύναμες δυνατότητες, που ανήκουν σε διάφορες τάξεις