décoction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.kɔk.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décoction | décoctions |
décoction (fr) θηλυκό
- το αφέψημα
ενικός | πληθυντικός |
décoction | décoctions |
décoction (fr) θηλυκό