décombres
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- décombres < décombrer (ξεκαθαρίζω ό,τι εμποδίζει)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
décombres (fr) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- τα ερείπια, τα συντρίμμια
- les décombres de la guerre - τα ερείπια του πολέμου