décoquillé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | décoquillé | décoquillés |
θηλυκό | décoquillée | décoquillées |
Επίθετο[επεξεργασία]
décoquillé (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- χωρίς το κέλυφος
- moules décoquillées