découpoir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
découpoir découpoirs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

découpoir (fr) αρσενικό

  • λάμα μιας κοπτικής μηχανής

Συγγενικά[επεξεργασία]