découpure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
découpure découpures

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

découpure (fr) θηλυκό

  1. απόκομμα, κοψίδι
  2. άνοιγμα, σκίσιμο

Συγγενικά[επεξεργασία]