Μετάβαση στο περιεχόμενο

découverte

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
découverte découvertes

découverte (fr) θηλυκό