décryptage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
décryptage | décryptages |
décryptage (fr) αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη décrypter