déculottée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
déculottée < déculotter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.ky.lɔ.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
déculottée déculottées

déculottée (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]