dédaléen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dédaléen | dédaléens |
θηλυκό | dédaléenne | dédaléennes |
Επίθετο[επεξεργασία]
dédaléen (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dédaléen | dédaléens |
θηλυκό | dédaléenne | dédaléennes |
dédaléen (fr)