dédale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.dal/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dédale dédales

dédale (fr) αρσενικό