Μετάβαση στο περιεχόμενο

déférence

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

déférence < λατινικά deferre

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.fe.ʁɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
déférence déférences

déférence (fr) θηλυκό