défaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- défaire < παλαιά γαλλική desfaire < λατινική disfacio, disfacere
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
défaire (fr)
défaire (fr)