défaitisme
Πίνακας περιεχομένων
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
défaitisme (fr) αρσενικό
- η ηττοπάθεια, ο ντεφετισμός
- η απαισιοδοξία