défaitisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

η λέξη défaitisme φτιάχτηκε από έναν Ρώσο συγγραφέα το 1915 < défaite, ήττα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

défaitisme (fr) αρσενικό

  1. η ηττοπάθεια, ο ντεφετισμός
  2. η απαισιοδοξία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]