défavoriser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.fa.vɔ.ʁi.ze/
Ρήμα[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
défavoriser | défavorisers |
défavoriser (fr)
ενικός | πληθυντικός |
défavoriser | défavorisers |
défavoriser (fr)