définiteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
définiteur | définiteurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
définiteur (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) κληρικός ορισμένων θρησκευτικών ταγμάτων που διαλέγεται για να βοηθήσει κάποιον στη διοίκηση του τάγματος
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη définir