Μετάβαση στο περιεχόμενο

définitoire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
définitoire définitoires

Επίθετο

[επεξεργασία]

définitoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη définir