dégrader
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dégrader (fr)
- υποβιβάζω, υποβαθμίζω
- καθαιρώ από αξίωμα
- (μεταφορικά) φθείρω, εξευτελίζω, εκφαυλίζω
- (για χρώμα) εξασθενώ βαθμιαία