dégringolade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dégringolade | dégringolades |
θηλυκό | dégringoladee | dégringoladees |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η κατρακύλα, το κατρακύλισμα, η κατιούσα