délabrement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
délabrement | délabrements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
délabrement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
délabrement | délabrements |
délabrement (fr) αρσενικό