Μετάβαση στο περιεχόμενο

délibération

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: deliberation
      ενικός         πληθυντικός  
délibération délibérations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

délibération (fr) θηλυκό

  1. προσεκτική εξέταση, ώριμη σκέψη
  2. προσεκτική συζήτηση και εξέταση πριν παρθεί ένα μέτρο

Συγγενικά

[επεξεργασία]