délimitation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
délimitation < λατινική delimitatio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
délimitation délimitations

délimitation (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]