Μετάβαση στο περιεχόμενο

déloyauté

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
déloyauté < loyauté

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
déloyauté déloyautés

déloyauté (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]