déménager

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.me.na.ʒe/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

déménager (fr) (αμετάβατο)

il n'habite plus là, il a déménagé - δεν κατοικεί πια εκεί, μετακόμισε

(μεταβατικό)

il déménagé ses affaires - μετακόμισε τα πράγματά του/της

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]