démêloir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
démêloir | démêloirs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
démêloir (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
démêloir | démêloirs |
démêloir (fr) αρσενικό