démissionnaire
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
démissionnaire | démissionnaires |
démissionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που έχει παραιτηθεί, παραιτημένος
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
démissionnaire | démissionnaires |
démissionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (μεταφορικά) παραιτημένος, που δεν θέλει να παλέψει για να πετύχει κάτι