démiurgique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.mjyʁ.ʒik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
démiurgique | démiurgiques |
démiurgique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
démiurgique | démiurgiques |
démiurgique (fr) αρσενικό ή θηλυκό