démographique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.mɔ.ɡʁa.fik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
démographique démographiques

démographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό