dépendant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dépendant | dépendants |
θηλυκό | dépendante | dépendantes |
dépendant (fr)
- εξαρτώμενος, που εξαρτιέται από κάποιον
- εθισμένος