dépendant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dépendant | dépendants |
θηλυκό | dépendante | dépendantes |
dépendant (fr)
- εξαρτώμενος, που εξαρτιέται από κάποιον
- εθισμένος