dépilatoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dépilatoire < dépilation
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dépilatoire | dépilatoires |
dépilatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αποτριχωτικός, που προκαλεί την πτώση του τριχώματος ή των μαλλιών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dépilatoire | dépilatoires |
dépilatoire (fr) αρσενικό
- κρέμα, λοσιόν ή άλλο προϊόν που προκαλεί την πτώση του τριχώματος ή των μαλλιών