déporter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
déporter (fr)
- απελαύνω, εξορίζω, εκτοπίζω
- σπρώχνω, σπρώχνω
- le vent l'a déporté vers la gauche - ο άνεμος τον έσπρωξε στα αριστερά