Μετάβαση στο περιεχόμενο

déposition

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
déposition dépositions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

déposition (fr) θηλυκό

  1. η επίσημη κατάθεση κάποιου (π.χ. ενός μάρτυρα σε μια δίκη)
  2. η καθαίρεση κάποιου από κάποιο αξίωμα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]