dépoter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dépoter (fr)
- μεταφέρω κάτι σε άλλο βάζο ή δοχείο
- βγάζω ένα φυτό από τη γλάστρα του για να το βάλω σε άλλη
- αδειάζω ένα δοχείο από το περιεχόμενό του
- (μεταφορικά) (οικείο) είμαι πολυάσχολος, πηγαινοέρχομαι, δουλεύω έντονα