dépressionnaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dépressionnaire < dépression

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dépressionnaire dépressionnaires

dépressionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό