dépressionnaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dépressionnaire < dépression
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dépressionnaire | dépressionnaires |
dépressionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (μετεωρολογία) που αποτελεί τη βάση μιας ζώνης βαρομετρικών χαμηλών