députation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: deputation
      ενικός         πληθυντικός  
députation députations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

députation (fr) θηλυκό

  1. το βουλευτικό αξίωμα
  2. η αποστολή, αντιπροσωπεία

Συγγενικά

[επεξεργασία]