dérèglement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.ʁɛ.ɡlə.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dérèglement dérèglements

dérèglement (fr) αρσενικό

  1. η απορρύθμιση
  2. η αποχαλίνωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]