dérèglement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.ʁɛ.ɡlə.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dérèglement | dérèglements |
dérèglement (fr) αρσενικό