déraillement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- déraillement < dérailler
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déraillement | déraillements |
déraillement (fr) αρσενικό