dérailler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dérailler (fr)
- (μεταβατικό) εκτροχιάζω
- (αμετάβατο) εκτροχιάζομαι
- (μεταβατικό, μεταφορικά) ενεργώ ώστε κάτι να ξεφύγει από την πορεία του
- (αμετάβατο, μεταφορικά) εκτροχιάζομαι, παρεκκλίνω, ξεφεύγω από την πορεία μου
- (μεταφορικά) (αμετάβατο) παραφρονώ