dérailleur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dérailleur < dérailler
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dérailleur | dérailleurs |
dérailleur (fr) αρσενικό
- στο ποδήλατο, ο μηχανισμός που επιτρέπει την αλλαγή των ταχυτήτων