Μετάβαση στο περιεχόμενο

dérailleur

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dérailleur < dérailler

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dérailleur dérailleurs

dérailleur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]