dérobade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dérobade | dérobades |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dérobade (fr) θηλυκό
- η υπεκφυγή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dérober
ενικός | πληθυντικός |
dérobade | dérobades |
dérobade (fr) θηλυκό