dérouter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dérouter (fr)
- (παρωχημένο) απομακρύνω κάποιον από το δρόμο του, εκτροχιάζω
- αλλάζω το δρομολόγιο (πλοίου, αεροπλάνου...)
- μπερδεύω, θολώνω, παραπλανώ κάποιον