déséquilibré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déséquilibré | déséquilibrés |
θηλυκό | déséquilibrée | déséquilibrées |
Επίθετο[επεξεργασία]
déséquilibré (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη déséquilibre