déséquilibrer
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- déséquilibrer < dés- + équilibrer
Ρήμα
[επεξεργασία]déséquilibrer (fr)
- προκαλώ την ανισορροπία, κάνω κάτι να χάσει την ισορροπία του
déséquilibrer (fr)